- παρεμβατισμός
- Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της θεωρίας σύμφωνα με την οποία είναι αρμοδιότητα του κράτους να διευθύνει την οικονομική ζωή της χώρας, κατευθύνοντας τις διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες προς τους αντικειμενικούς σκοπούς που θεωρούνται περισσότερο σύμφωνοι με τις πολιτικές και κοινωνικές επιδιώξεις του.
Ο π. αντιθέτεται στον φιλελευθερισμό, ο οποίος κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε ανάμειξη στην οικονομική ζωή. Οι υποστηρικτές του π. αμφισβητούν την αξία των δύο αξιωμάτων πάνω στα οποία στηρίζονται οι φιλελεύθερες θεωρίες: της ικανότητας του οικονομικού συστήματος να βρίσκει μόνο του και αυτόματα μια θέση ισορροπίας, με την επίδραση των ανεξάρτητων ενεργειών των μεμονωμένων προσώπων που δρουν σε συναγωνισμό μεταξύ τους, και του ευεργετικού χαρακτήρα αυτής της αυτόματης ισορροπίας, που θα έπρεπε να εξασφαλίζει την καλύτερη λύση για κάθε οικονομικό πρόβλημα.
Στην πράξη, η εγκατάλειψη του φιλελευθερισμού (αν εφαρμόστηκε ποτέ ολοκληρωτικά) είναι πολύ παλαιότερη από τη θεωρητική διατύπωση του παρεμβατισμού. Αντί να απέχει από την ανάμειξη στην οικονομική ζωή, σύμφωνα με το περίφημο σύνθημα laissez faire, laissez passer (κατά λέξη, «αφήστε να κάνουν, αφήστε να περάσουν»), το κράτος, σε όλες τις χώρες, πολλαπλασίασε τις παρεμβάσεις του σε διαφόρους τομείς της οικονομίας, όπως το νόμισμα και την πίστη, το εξωτερικό εμπόριο, την αγορά εργασίας, την αγροτική πολιτική, την οικονομική πολιτική κλπ. Εκείνο που χαρακτηρίζει τον π. είναι το γεγονός ότι δεν περιορίζεται στην υποστήριξη της ωφελιμότητας των επεμβάσεων του κράτους (που γίνονται δεκτές και εφαρμόζονται πια ακόμα και στις χώρες χωρίς παρεμβατικό καθεστώς), αλλά υποστηρίζει την ανάγκη της εφαρμογής των μέτρων αυτών όχι κατά τρόπο σπασμωδικό, ανοργάνωτο και συχνά τελείως αντιφατικό, αλλά, αντίθετα, κατά τρόπο συστηματικό και συντονισμένο σε ένα σχέδιο ή πρόγραμμα, όπου όλα κατευθύνονται αρμονικά προς τους ίδιους σκοπούς.
Ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ο συντονισμός, μπορούμε να διακρίνουμε δυο τύπους παρεμβατικού καθεστώτος, εκείνον που στηρίζεται στον σχεδιασμό, ο οποίος καθορίζει συγκεκριμένους αντικειμενικούς στόχους στη δραστηριότητα όλων των οικονομικών τομέων, υποτάσσοντας τις δραστηριότητες αυτές –κατά την εκτέλεση του σχεδίου– στις αποφάσεις και στον έλεγχο της κυρίαρχης κρατικής εξουσίας, και εκείνον που στηρίζεται σε έναν απλό προγραμματισμό, ο οποίος, χωρίς να στερεί τους ιδιώτες από την ελευθερία πρωτοβουλίας τους, καθορίζει αντικειμενικούς στόχους –αναγκαστικά περισσότερο ελαστικούς– για την επίτευξη των οποίων το κράτος κινητοποιεί περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικά μέσα επέμβασης, πειθούς και ελέγχου, με τα οποία θέλησε να το οπλίσει ο νομοθέτης.
Είναι φανερό ότι σε χώρες που εφαρμόζουν τον κολεκτιβισμό υπάρχει αναγκαστικά παρεμβατικό καθεστώς. Αλλά ανάλογο καθεστώς έχει εφαρμοστεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, π.χ. όταν εμφανίζονται εξαιρετικά σοβαρές καταστάσεις (όπως σε καιρό πολέμου), καθώς και σε χώρες που βρίσκονται στον δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης.
* * *οη πολιτική κατά την οποία επιτρέπεται ή επιβάλλεται η κατεύθυνση τής οικονομίας από το κράτος, η παρέμβαση τού κράτους στις οικονομικές διαδικασίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρέμβαση + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.